ἐπαμφοτερίζον

ἐπαμφοτερίζον
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act masc voc sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act neut nom/voc/acc sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act masc voc sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρβίδιο — το χημ. συν. στον πληθ. τα καρβίδια συνοπτική ονομασία χημικών ενώσεων στις οποίες ο άνθρακας είναι ενωμένος με ένα μεταλλικό ή επαμφοτερίζον χημικό στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carbide < carb (πρβλ. λατ. carbo… …   Dictionary of Greek

  • σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • τελλούριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”